φουντωτός

φουντωτός
-ή, -ό
1. (για φυτά), πυκνόφυλλος, πολύφυλλος, δασωμένος, φουντωμένος.
2. αυτός που έχει σχήμα φούντας, ο θυσανωτός: Η αλεπού έχει φουντωτή ουρά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φουντωτός — ή, ό, Ν [φουντώνω (Ι)] 1. αυτός που μοιάζει με φούντα, θυσανώδης («φουντωτά μαλλιά») 2. (για φυτό) πυκνόφυλλος, δασύς, φουντωμένος («φουντωτό δέντρο») 3. αυτός που είναι στολισμένος με φούντα ή με φούντες («φουντωτά τσαρούχια») …   Dictionary of Greek

  • χλωροφούντωτος — η, ο, Ν (ποιητ. τ.) (για φυτό) πράσινος και φουντωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + φουντωτός] …   Dictionary of Greek

  • δασερός — ή, ό [δάσος] 1. (για περιοχή) δασώδης, γεμάτος δάση 2. (για κήπο) πολύδεντρος, με πυκνή βλάστηση 3. (για δέντρα) φουντωτός, πολύφυλλος 4. (για άντρες και ζώα) δασύτριχος …   Dictionary of Greek

  • δασύς — εία, ύ και δασός, ιά, ό (AM δασύς, εῑα, ύ) 1. 1. τριχωτός, μαλλιαρός 2. πυκνός 3. (για φυτά) πυκνόφυλλος, φουντωτός 4. (για τόπους) θαμνώδης, με πυκνή βλάστηση 5. (για φθόγγους και λέξεις) αυτός που προφέρεται και γράφεται με δασύ πνεύμα, με… …   Dictionary of Greek

  • εύποτμος — εὔποτμος, ον (Α) 1. αυτός που έχει καλή τύχη, καλή μοίρα, ο ευτυχής 2. (για δέντρα) θαλερός, φουντωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πότμος] …   Dictionary of Greek

  • θυσανωτός — ή, ό (Α θυσανωτός, ή, όν) [θύσανος] αυτός που έχει θυσάνους, όμοιος με θύσανο, κροσσωτός, φουντωτός …   Dictionary of Greek

  • κατάφυλλος — η, ο (AM κατάφυλλος, ον) (για φυτά) γεμάτος φύλλα, πολύφυλλος, φουντωτός …   Dictionary of Greek

  • καταδασύνομαι — (Α) γίνομαι πολύ φουντωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δασύνομαι «βγάζω μαλλιά»] …   Dictionary of Greek

  • ολοφούντωτος — η, ο (για δένδρα) αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα, ο εντελώς φουντωμένος, καταφουντωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + φουντωτός] …   Dictionary of Greek

  • περικλαδής — ές, Α αυτός που έχει ολόγυρα κλαδιά, φουντωτός («φύλλα... περικλαδέος πέσεν ὕλης», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κλαδής (< κλάδος), πρβλ. νεο κλαδής, πολυ κλαδής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”