φουντωτός — ή, ό, Ν [φουντώνω (Ι)] 1. αυτός που μοιάζει με φούντα, θυσανώδης («φουντωτά μαλλιά») 2. (για φυτό) πυκνόφυλλος, δασύς, φουντωμένος («φουντωτό δέντρο») 3. αυτός που είναι στολισμένος με φούντα ή με φούντες («φουντωτά τσαρούχια») … Dictionary of Greek
χλωροφούντωτος — η, ο, Ν (ποιητ. τ.) (για φυτό) πράσινος και φουντωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + φουντωτός] … Dictionary of Greek
δασερός — ή, ό [δάσος] 1. (για περιοχή) δασώδης, γεμάτος δάση 2. (για κήπο) πολύδεντρος, με πυκνή βλάστηση 3. (για δέντρα) φουντωτός, πολύφυλλος 4. (για άντρες και ζώα) δασύτριχος … Dictionary of Greek
δασύς — εία, ύ και δασός, ιά, ό (AM δασύς, εῑα, ύ) 1. 1. τριχωτός, μαλλιαρός 2. πυκνός 3. (για φυτά) πυκνόφυλλος, φουντωτός 4. (για τόπους) θαμνώδης, με πυκνή βλάστηση 5. (για φθόγγους και λέξεις) αυτός που προφέρεται και γράφεται με δασύ πνεύμα, με… … Dictionary of Greek
εύποτμος — εὔποτμος, ον (Α) 1. αυτός που έχει καλή τύχη, καλή μοίρα, ο ευτυχής 2. (για δέντρα) θαλερός, φουντωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πότμος] … Dictionary of Greek
θυσανωτός — ή, ό (Α θυσανωτός, ή, όν) [θύσανος] αυτός που έχει θυσάνους, όμοιος με θύσανο, κροσσωτός, φουντωτός … Dictionary of Greek
κατάφυλλος — η, ο (AM κατάφυλλος, ον) (για φυτά) γεμάτος φύλλα, πολύφυλλος, φουντωτός … Dictionary of Greek
καταδασύνομαι — (Α) γίνομαι πολύ φουντωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δασύνομαι «βγάζω μαλλιά»] … Dictionary of Greek
ολοφούντωτος — η, ο (για δένδρα) αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα, ο εντελώς φουντωμένος, καταφουντωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + φουντωτός] … Dictionary of Greek
περικλαδής — ές, Α αυτός που έχει ολόγυρα κλαδιά, φουντωτός («φύλλα... περικλαδέος πέσεν ὕλης», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κλαδής (< κλάδος), πρβλ. νεο κλαδής, πολυ κλαδής] … Dictionary of Greek